ΤΡΙΤΗ 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012:

Καταγραφή, ποσοτικοποίηση και αποτίμηση συγκρουσιακών γεγονότων: μια μη θετικιστική προσέγγιση (με υλικό από τον ελληνικό Μεσοπόλεμο) (Σ. Ι. Σεφεριάδης)

Οι διεκδικητικές συλλογικές δράσεις διαδραματίζουν, αναμφισβήτητα, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Πώς όμως τις προσεγγίζουμε και πώς τις αποτιμούμε; Η εισήγηση παρουσιάζει ένα υπόδειγμα καταγραφής, ανάλυσης και ποσοτικοποίησής τους στη βάση της πλούσιας (αλλά παραμελημένης) εμπειρίας του ελληνικού μεσοπολέμου. Οροθετούνται, εκφέρονται επιχειρησιακά και μετρώνται τρεις διαστάσεις της διεκδικητικής εμπειρίας: (α) η μαχητικότητα και (β) εμβέλεια που επέδειξαν στις συλλογικές τους δράσεις εργατικά, αγροτικά και νεανικά συλλογικά υποκείμενα καθώς και (γ) η καταστολή την οποία υπέστησαν. Το εγχείρημα στηρίζεται σε βάση δεδομένων από ενδελεχή αποδελτίωση του Τύπου 18 χρόνων (1918-1936) καθώς και τη συνδυαστική χρησιμοποίηση αρχειακών και δευτερογενών πηγών. Αναδεικνύεται έτσι έμπρακτα η στενή αλληλεπίδραση που διέπει τη σχέση συλλογικών δράσεων και θεσμικού πλαισίου (π.χ.: η έκνομη συγκρουσιακότητα ως απόρροια του ασφυκτικού νομικού πλαισίου), όμως με επαρκείς μέριμνες για τον συνυπολογισμό ευρέως φάσματος ενδιάμεσων μεταβλητών (π.χ.: οργανωτικά χαρακτηριστικά, περιεχόμενα πολιτικής, έκτακτες κατασταλτικές εξάρσεις κτλ) και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια τεκμηριωμένη απόδοση/αφήγηση της μεσοπολεμικής διεκδικητικής εμπειρίας. Η άσκηση —ενδεικτική των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι ιστορικά προσανατολισμένοι ερευνητές πεδίου— παρεκτός των αυταπόδεικτων πραγματολογικών της στοχεύσεων (: την πλήρωση ενός εμπειρικού/ ιστοριογραφικού κενού) αναδεικνύει επίσης τη σημασία της εννοιολογικής ανάλυσης ως προϋπόθεσης για κάθε μέτρηση.



ΤΡΙΤΗ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012:

Το τέλος της εξέγερσης του Δεκέμβρη του ’08 στο κινηματικό συμβάν των Αγανακτισμένων (Χρήστος  Μιάμης)

Η πολιτική και κινηματική περίοδος που «εγκαινιάζεται» με την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08 και «κλείνει» με το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων», καθορίζεται από την πλειάδα των κινηματικών και πολιτικών γεγονότων που πηγάζουν από το πολιτικό και κινηματικό πρόταγμα που η εξέγερση του Δεκέμβρη κόμισε στην ελληνική κοινωνία, και το οποίο διαχύθηκε με διαφορετικούς τρόπους και μορφές στα κάθε λογής κινηματικά γεγονότα που προέκυψαν πυροδοτούμενα πρωταρχικά από την οξεία καπιταλιστική κρίση. Η εξέγερση του Δεκέμβρη αποτέλεσε ιστορική τομή και συνέχεια για τον χαρακτήρα της ταξικής πάλης, καθώς ήταν απόρροια των κινηματικών εξάρσεων και υφέσεων της πρότερης χρονικής περιόδου, αλλά και προάγγελος της νέας κινηματικής περιόδου που άνοιγε, με την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης. Πατώντας σε ένα παρελθόν καπιταλιστικής ανάπτυξης που κυοφορούσε ένα μέλλον καπιταλιστικής κρίσης, ο Δεκέμβρης λειτούργησε ως «μεσάζοντας», «διαπαιδαγωγώντας» πλειοψηφικά κομμάτια του εργατικού και νεολαιίστικού κινήματος σε μια συγκρουσιακή θεώρηση που αποτέλεσε πολύτιμο όπλο για τους κοινωνικούς αγώνες με το ξέσπασμα της κρίσης. Το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» σε αντιδιαστολή προς τον χαρακτήρα του Δεκέμβρη, εξέφρασε μια κοινωνική θλίψη και μια κοινωνική παραίτηση, η οποία σχηματικά παρουσιάστηκε ως πρωτόλειο άθροισμα ατομικοτήτων και ατομικών επιδιώξεων, με κοινό τόπο την άρνηση της πολιτικής με ταξικό πρόσημο. Το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» έφερε στο προσκήνιο σχεδόν αυτούσιες όλες τις παθογένειες μιας μικροαστικής μάζας, που εμφορούμενη από μια αίολη απελπισία επεδίωξε να αντιπαρατεθεί με τις πολιτικές και οικονομικές μορφές έκφρασης της καπιταλιστικής κρίσης, αποφεύγοντας να αγγίξει την ουσία της, που οργανικά συνδέεται με τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος. Ενώ λοιπόν η εξέγερση του Δεκέμβρη, με μια «ιστορική βιασύνη» κατάφερε να «τσαλακώσει» το «ελληνικό όνειρο» αέναης οικονομικής ανάπτυξης, αποκαλύπτοντας των ωμό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, οι «αγανακτισμένοι» ως πρωτόγονη έκφανση μιας κοινωνικά και πολιτικά απαίδευτης μάζας, απογύμνωσαν την καπιταλιστική κρίση από τον ταξικό κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα της, οδηγώντας μέσω της παταγώδους –αναμενόμενης- αποτυχίας τους, την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στην ιδιώτευση και ένα μεγάλο κομμάτι της στον φασισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωμή , δολοφονική έκφραση ενός καπιταλισμού σε βαθειά κρίση. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, λοιπόν, έδωσε το έναυσμα για την έναρξη μιας κινηματικής περιόδου που παρείχε προσδοκίες και ελπίδα για μια συνολική αντισυστημική αλλαγή του κοινωνικού statusquo, ενώ το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» λειτούργησε ως το κύκνειο άσμα μιας ολόκληρης κινηματικής περιόδου, καθώς συντριπτικά ηγεμονεύθηκε από ένα συστημικό μικροαστισμό που όσο εντυπωσιακά εμφανίστηκε, τόσο εκκωφαντικά αποσύρθηκε, αδειάζοντας τις πλατείες αλλά αφήνοντας ανεξίτηλο το «χνάρι» της αποτυχίας- έκφρασης μιας καθολικής άρνησης των θεμελιωδών στοιχείων της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Αν ο Δεκέμβρης δεν κατάφερε να μετουσιωθεί από συλλογική άρνηση σε καθολική κατάφαση, οι «αγανακτισμένοι» δεν κατάφεραν καν αρνηθούν, παρά μόνο να περιφέρουν την ατομική τους ήττα και θλίψη στις πλατείες. Το ιστορικό ζητούμενο της άρνησης της άρνησης παραμένει, ζητούμενο. (περισσότερα...) 

ΤΡΙΤΗ 11 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012:
Συλλογική δράση και συνδέσεις ελίτ-'μαζών': μια εξήγηση της αποσχιστικής κινητοποίησης με βάση μηχανισμούς του Dynamics of Contention (Θωμάς Γούμενος)

Η εισήγηση παρουσιάζει μια αναλυτική πρόταση για τη μελέτη της συλλογικής δράσης των αποσχιστικών κινημάτων. Αρχικά παρουσιάζονται κάποιες ταξινομήσεις προσεγγίσεων του εθνικισμού, της εθνοτικής κινητοποίησης και των αποσχιστικών κινημάτων. Υποδεικνύονται οι βασικές συνεισφορές και ελλείψεις τους και προκρίνεται η ανάγκη ενός πλαισίου ανάλυσης της εθνικιστικής/εθνοτικής συλλογικής δράσης που θα είναι απαλλαγμένο από αναγωγές σε δομικές συνθήκες, εθνοτικές ταυτότητες, ατομικές επιλογές ή «χειραγώγηση από τις ελίτ» και το οποίο θα δίνει έμφαση σε πλαισιακά προσδιορισμένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Εν συνεχεία, αιτιολογείται γιατί αυτές οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να αρθρωθούν γύρω από την κομβική σχέση «ελίτ» και «μαζών». Η ανίχνευση, με αναλυτικά συνεπή τρόπο των αλληλεπιδράσεων ελίτ-«μαζών», γίνεται μέσω της επιλογής πέντε αιτιωδών μηχανισμών από αυτούς που προτείνονται στο έργο Dynamics of Contention. Η εισήγηση επιχειρεί να προσδιορίσει τις συνδηλώσεις και υποδηλώσεις των πέντε μηχανισμών και ελέγχει εμπειρικά το προτεινόμενο αναλυτικό πλαίσιο μέσω της εξέτασης του αποσχιστικού κινήματος στη Δυτική Παπούα της Ινδονησίας.

ΔΕΥΤΕΡΑ 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012:
What drives alliance building in civil society fields? (Mario Diani)

Very few organizations can afford to pursue their goals in total autonomy. Even business organizations, that are supposed to operate in regimes of fierce competition, are substantially dependent on each other as well as on other types of actors in order to secure the financial, intellectual and professional resources which are essential to their survival and development. In the case of voluntary organizations active in advocacy, the centrality of alliance building has never been questioned. This is not because voluntary organizations would not be inclined to work in pursuit of their own distinctive agenda. This applies not only to major organizations richly endowed with resources, but also to much smaller, grassroots organizations: in Bristol and Glasgow alike, the list of he two most important projects pursued by each of our respondents showed hardly any overlap. At the same time, however, if we take a slightly broader perspective and look at the overall amount of projects that civic organizations are actually involved in, alliance building is usually regarded as an essential requisite of their success; it is also considered an essential component of collective action, for practical as well as symbolic reasons. Voluntary organizations collaborate in order to maximize their limited resources, increase their reach into different social and political milieus, and heir potential threat towards their opponents. What, then, of ‘alliance building’ theoretically spekaning?... (περισσότερα)



ΤΡΙΤΗ 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013:

Η κρίση του εργατικού συνδικαλισμού στην Ελλάδα: αίτια και προοπτικές υπέρβασης ( Γιώργος Σώρος )

Σκοπός της εισήγησης αυτής είναι η εξέταση της κρίσης, που φαίνεται να αντιμετωπίζει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, εστιάζοντας στο ρόλο των οργανωμένων συνδικαλιστικών δυνάμεων μέσα σε αυτό και κυρίως στην περίοδο από το 1990 και μετά όπου φαίνεται να σταματάει ο άμεσος παρεμβατισμός του κράτους στα εσωτερικά ζητήματα του κινήματος. Συγκεκριμένα, αφού εξετάσουμε τις κύριες θεωρίες που επηρέασαν (και επηρεάστηκαν από)τους αγώνες του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς, θα ερευνήσουμε, μέσα από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, το ρόλο που έπαιξε ιστορικά η Γ.Σ.Ε.Ε. στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο και το εάν η λεγόμενη συναινετική στάση που έχει υιοθετήσει από το 1990 και μετά συμβάλλει στην ενότητα των μισθωτών και την προάσπιση των συμφερόντων τους. Τέλος θα εξετάσουμε προτάσεις συνδικαλιστικής αναζωογόνησης τόσο από τις διάφορες τάσεις του ίδιου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος όσο και από τη μέχρι τώρα επιστημονική βιβλιογραφία και στο σε ποιο βαθμό έχει αυτή προχωρήσει στην πράξη (περισσότερα)...



ΤΡΙΤΗ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013:

Ο Λόγος ως πόρος διαμόρφωσης συλλογικής ταυτότητας εντός Εξεγερσιακών Συλλογικών Δράσεων. Το παράδειγμα του Δεκέμβρη του 2008 (Δημήτρης Σεραφής)

Στόχος της εισήγησης είναι να αναδείξει τον ρόλο της λεκτικής χρήσης στην διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας στα πλαίσια της εξεγερσιακής συλλογικής δράσης του Δεκέμβρη του 2008. Ο λόγος γίνεται αντιληπτός ως πόρος που αντλείται από τους δρώντες στην απόπειρά τους να ενταχθούν στην δράση, να βρουν κοινά σημεία και να διαμορφώσουν συμμαχίες με άλλους δρώντες, να οριοθετήσουν τους αντιπάλους τους, να υπερβούν το κόστος που έχει η ανάληψη συλλογικής δράσης και να θεωρήσουν εφικτή την επιτυχή έκβαση της. Καταλήγει έτσι να αποτελεί το στοιχείο μέσω του οποίου οι δρώντες παράγουν τον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό τους στα πλαίσια της δράσης τους. Το σώμα της ανάλυσης αποτελούν τα συνθήματα που γράφτηκαν από τους δρώντες στα πλαίσια του Δεκέμβρη του 2008 στο κέντρο της Αθήνας, καθώς εκεί έλαβε χώρα ο κυριότερων όγκος των δράσεων και η συνολική ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του Δεκέμβρη. Το μεθοδολογικό πλαίσιο με το οποίο πραγματοποιείται η προσέγγιση του υλικού, ήταν η Κριτική Ανάλυση Λόγου (Critical Discourse Analysis), ερευνητική απόπειρα, που με διεπιστημονικό τρόπο, εστιάζει στην μελέτη του λόγου, σε άμεση σύνδεση με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον παραγωγής και εκφοράς τους, τις σχέσεις εξουσίας και την ιδεολογική αντίληψη που την καθορίζουν (περισσότερα)...



ΤΡΙΤΗ 29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013:

Συγκρουσιακή Πολιτική και Συμβατική Πολιτική, στα χρόνια του Μνημονίου στην Ελλάδα: οι κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» [‘Politique du Conflit et Politique Conventionnelle aux années du Mémorandum en Grèce : les mobilisations des 'Indignés’, Pôle Sud (à paraître)] (Λουκία Κοτρωνάκη)

Θεωρώντας την «ελληνική κρίση» όχι ως μια «ευρωπαϊκή εξαίρεση» αλλά, ως μια εμβληματική περίπτωση στη μελέτη του σταδιακού μαρασμού των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών, η παρούσα εισήγηση αποσκοπεί στο να φωτίσει την λιγότερο δημοφιλή πλευρά μιας εν πολλοίς προδιαγεγραμμένης πορείας: τη διαδικασία επινόησης μιας νέας δημοκρατικής συνθήκης, έξω – και απέναντι – στις θεσμικές ρουτίνες και τη σφαίρα της σύγκρουσης των élites. Προς αυτή την κατεύθυνση η ψηλάφηση της δυναμικής των συγκρουσιακών γεγονότων που πυροδότησαν οι κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» και ειδικότερα η διεκδικητική τάση που άρθρωσε το αίτημα για «Πραγματική Δημοκρατία» ή/και «Άμεση Δημοκρατία»… άμεσα, σ’ έναν άδηλο ιστορικό χρόνο, τα χρόνια του Μνημονίου καθίσταται κρίσιμη. Μέσα από ποιες μορφές δραματοποίησης της σύγκρουσης, οργανωτικά ιδιώματα, ιμάντες συντονισμού αναδύεται και διαχέεται η δημοκρατική επιταγή; Μέσα από ποιους μηχανισμούς και διαδικασίες αναζωογονούνται και διευρύνονται τα εντόπια ρεπερτόρια διαμαρτυρίας; Πώς μέσα στη δίνη των συγκρουσιακών γεγονότων οι νεοφανείς διεκδικητές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον θεσμικών καταναγκασμών και ευκαιριών και ειδικότερα τα πολιτικά κόμματα; Τερματικός σταθμός της εν λόγω μελέτης θα είναι ακριβώς η αποτύπωση αυτών των σχέσεων καθώς και κάποιες πρώτες θεωρητικές αποσαφηνίσεις για έννοιες που συχνά σκοτίζονται ή/και αλληλοδιαπλέκονται: κοινωνικό κίνημα, συγκρουσιακή πολιτική και πολιτικό κόμμα.



ΤΡΙΤΗ 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013:

Το φαινόμενο των καταλήψεων στέγης στην Ελλάδα: θεωρητικές και εμπειρικές προσεγγίσεις (Νίκος Σούζας)

Οι καταλήψεις στέγης στην Ελλάδα αναπτύσσουν σημαντική πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική δραστηριοποίηση με σαφείς κινηματικές διαστάσεις, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια. Παρόλα αυτά, αποτελούν ένα κατ’ ουσίαν άγνωστο στο ευρύ κοινό φαινόμενο, το οποίο αφενός καλύπτεται εντελώς αποσπασματικά από την υφιστάμενη βιβλιογραφία και αφετέρου αναπαρίσταται με τρόπο στερεοτυπικό από τα επίσημα Μ.Μ.Ε. Σε αντίθεση με τις χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, στην Ελλάδα επικρατεί μια απαξίωση των καταλήψεων στέγης, οι οποίες κατά κανόνα παρουσιάζονται σαν χώροι συνάθροισης «περιθωριακών», σαν «ποινικό φαινόμενο», χωρίς καμία πολιτική και κοινωνική σημασία. Ο Alberto Melucci, ο οποίος μελέτησε μεταξύ άλλων τα κατειλημμένα κοινωνικά κέντρα στην Ιταλία, αναφέρεται σε κινηματικούς χώρους που λειτουργούν ως αφανή πειραματικά εργαστήρια σχέσεων, πεποιθήσεων και αξιών. Οι ταυτότητες που συγκροτούνται και οι κρίσιμοι πολιτισμικοί μετασχηματισμοί που συντελούνται στα πλαίσια τέτοιου είδους χώρων, καθίστανται υπό συγκεκριμένες συνθήκες ορατοί στη δημόσια σφαίρα, εμπνέουν παρόμοια εγχειρήματα, πολλαπλασιάζονται και κατά κανόνα υποχωρούν, προλαβαίνοντας όμως να συμβάλουν στην κοινωνική διάχυση μιας διαφορετικής αντίληψης γύρω από το πολιτικό και τη συλλογική δράση.



ΔΕΥΤΕΡΑ 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013:

Η συγκρουσιακή στρατηγική του συνδικαλιστικού κινήματος στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης: οι 272 μέρες απεργίας στη Χαλυβουργία Ελλάδος (Γιώργος Μπιθυμήτρης)

Με την παρούσα ανακοίνωση επιδιώκουμε μια πρώτη αποτίμηση των αναγκαίων συνθηκών και των συνεπειών της μεγαλύτερης σε διάρκεια απεργίας που καταγράφηκε σε μεγάλο εργασιακό χώρο από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Μέσω μιας ποσοτικής αποτύπωσης της απεργιακής δραστηριότητας και μιας ανασυγκρότησης των νοημάτων που απέδωσαν οι συλλογικοί δρώντες που ενεπλάκησαν σε αυτήν, επιχειρούμε να αναδείξουμε α) το ρόλο της οργανωτικής και συλλογικής ηγεσίας ως βασικού παράγοντα για την κατανόηση της έντασης και της διάρκειας της απεργίας στη Χαλυβουργία, β) το ρόλο του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου που διαγράφεται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, το οποίο με τη σειρά του φαίνεται πως συνδέεται με την εμφάνιση μιας συγκεκριμένης δομής ευκαιριών. Στις θεωρητικές μέριμνες της ανακοίνωσης περιλαμβάνεται και η προσπάθεια να ενταχθεί η μελέτη της στρατηγικής του συνδικάτου της Χαλυβουργίας στη διεθνή συζήτηση για την αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος μέσω πρακτικών και στοχοθεσιών που υποδηλώνονται μέσα από μια πληθώρα εννοιολογήσεων που παραπέμπουν σε συγκρουσιακούς τύπους στρατηγικής (militantunionismsocial movement unionismpoliticalunionism κ.α.). Το εμπειρικό υλικό προέρχεται κυρίως από δύο πηγές: α) επιτόπιες ημιδομημένες συνεντεύξεις με απεργούς κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης και β) δημοσιεύματα από τον Τύπο (6 εφημερίδες και 3 ειδησεογραφικά portals).








ΔΕΥΤΕΡΑ 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013:

Περί «κουκούλας»: μια διεπιστημονική ματιά στα διεκδικητικά βεστιάρια (Βαγγέλης Μπάδας)

Το παρόν κείμενο ξεκίνησε να γράφεται εν μέσω μιας σειράς θερμών κινηματικών εκρήξεων που γνώρισε η Ελλάδα στη συγκυρία της κρίσης και του Μνημονίου. Από πολλές απόψεις, ο λόγος περί «κουκούλας» και «κουκουλοφόρων» στοίχειωσε την αλληλουχία των πρόσφατων κινηματικών δρώμενων. Για πρώτη ίσως φορά –παρά την αδιάλειπτη παρουσία των κουκουλοφόρων εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες– θεωρείται πλέον αναπόφευκτο να ανοίξει μια κουβέντα τόσο γύρω από τα ηθικά και πολιτικά όρια ενός λαϊκού κινήματος, όσο και ως προς τις άμεσες τακτικές ανάγκες και προτεραιότητές του. Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή, είναι απίθανος ο αριθμός των ζητημάτων που μπορεί να πυροδοτήσει «ένα κομμάτι ύφασμα». Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν ένα κείμενο τέτοιας έκτασης να σταθεί αξιοπρεπώς, έστω και περιγραφικά, σε όλο αυτό το εύρος. Αντ’ αυτού, προσπαθεί να καταγράψει μια «ψύχραιμη» ιστορική διαδρομή του φαινομένου, απαλλαγμένη όσο γίνεται από την παρούσα ιδεολογική και συναισθηματική φόρτιση. Ως εκ τούτου, το κείμενο διεκδικεί να διαβαστεί πρώτιστα ως ιστορικό ή, ακόμα καλύτερα, λαογραφικό ανάγνωσμα. Η ιστορική διαδρομή της «κουκούλας» από τις ένοπλες οργανώσεις των ’60s και ’70s και την ανάδυση της Αυτονομίας ως τους Ζαπατίστας, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και τους «μπαχαλάκηδες» μόνο ευθύγραμμη δεν είναι. Έτσι, δεν υπόκειται στους κανόνες μιας Μεγάλης Αφήγησης· προσπαθεί όμως να διακριβώσει εκείνες τις συναρθρώσεις που καθιστούν δυνατή μια αφηγηματική ενότητα. Για παράδειγμα, μια πλαισιακή προσέγγιση η οποία οριοθετεί τις συγκεκριμένες συγκυρίες που οδήγησαν τα παιδιά της Ιντιφάντα να υιοθετήσουν τη χρήση της κουφίγιαστα γεωγραφικά και χρονικά όρια της Παλαιστίνης των τελευταίων δεκαετιών δεν μπορεί να αγνοεί τις μεταφορές και τις μεταμορφώσεις αυτής της χρήσης σε διαφορετική χωροχρονική συγκυρία. Υπό αυτή την έννοια, η πλαισιακή προσέγγιση συνεπικουρείται και από μια δομική οπτική, η οποία στέκεται κυρίως στις μετατοπίσεις του «Κύριου Κινηματικού Παραδείγματος». Το Κύριο Κινηματικό Παράδειγμα, απόρροια ιδεολογικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, δεν είναι μόνο ο προβολέας που φωτίζει μια διαδρομή. Είναι, πολύ περισσότερο, το μαγικό κουτί που μεταμορφώνει εργαλεία, λέξεις και σύμβολα. Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται μια εξιστόρηση του φαινομένου στην Ελλάδα. Αυτή η εξιστόρηση επιτελεί έναν «ειδικό σκοπό»: προσπαθεί να αναδείξει τις επιπλοκές που ανακύπτουν από τη χρήση της κουκούλας και των όποιων συμφραζόμενών της, κυρίως στο πλαίσιο της σύγκρουσης-διάδρασης με τις κυρίαρχες δυνάμεις και το κράτος. Μπαίνουν ειδικότερα ζητήματα, που αφορούν την «προβοκάτσια», τις «πρωτοπορίες», τις ηθικές πλαισιώσεις και τους τακτικούς όρους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί μια (καθολική) ρήξη στο εσωτερικό ενός κινήματος. Είναι προφανές πως οι αναφορές δεν έχουν το ρόλο κάποιου καταληκτικού επιμύθιου. Μάλλον διεκδικούν να εισαγάγουν μια ακόμα προβληματική σε ό,τι μπορεί να αποκληθεί «επιστήμη των κινημάτων».(ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ)


ΤΡΙΤΗ 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013:

Η κρίση της πολιτικής: κοινωνία πολιτών, ΜΚΟ και η νεοφιλελεύθερη κυβερνοτροπία (Γιώργος Περτσάς)

Η έμφαση στο περιεχόμενου του όρου «πολιτική» ως βασικού διακυβεύματος τόσο για την καθεστωτική αλλαγή του 1989 όσο και για την διαμόρφωση του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μετά τις τεκτονικές αλλαγές που επέφερε η είσοδος στην μεταδιπολική εποχή, υπογραμμίζει μια βαθιά διαφοροποίηση στον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε και αποτιμούμε τις κοινωνικές εξελίξεις. Είναι ακόμα οι κοινωνίες, μετά τον μετωπικό ανταγωνισμό των δύο συστημάτων, κοινωνίες έντονης πολιτικής ζωής ή αντίθετα αυτό που ακολούθησε ήταν η διολίσθηση προς το ξεθύμασμα της πολιτικής εμπειρίας, η κίνηση προς μια μεταπολιτική οργάνωση της κοινωνικής ύπαρξης ; Μπορούμε, ειδικότερα, να κατανοήσουμε το φαινόμενο της άνθισης των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, τα τελευταία χρόνια, ως μείζονα συμβολή στην αναγέννηση της πολιτικής με άλλα μέσα ; Μήπως, σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη, ο πολλαπλασιασμός των ΜΚΟ λειτούργησε ως όχημα απίσχνανσης της πολιτικής ζωής και εν τέλει ως παράγοντας μιας ιδιαίτερης αποπολιτικοποίησης του κοινωνικού βίου; Όποια απάντηση και αν δοθεί δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε μία συγκεκριμένη θεώρηση της πολιτικής και στην εμπειρική ενσάρκωση της σε αντιστοίχους θεσμούς και τρόπους οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων.Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε ερευνητικά το ανωτέρω ερώτημα θα διερευνήσουμε τη σημασία και το νόημα της πολιτικής, τόσο από τη σκοπιά του λόγου περί της συνέχισης της πολιτικής με άλλα μέσα όσο και από την σκοπιά του λόγου περί της κρίσης της. Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε σε θεωρητικές εκδοχές που προτάσσουν μια νέα μορφή πολιτικοποίησης για τις κοινωνίες του μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Αυτή συνήθως λαμβάνει την μορφή της ισχυροποίησης της Κοινωνίας των Πολιτών ή των αναστοχαστικών ατομικών δράσεων ως εκφράσεις μιας νέας εξατομίκευσης. Η προσέγγιση αυτή θα αποτιμηθεί κριτικά μέσα από διαφορετικές εννοιολογήσεις της πολιτικής που προτάσσουν τον μη συναινετικό-συγκρουσιακό χαρακτήρα της πολιτικής δράσης. Υπό το φως μιας τέτοιας αντίληψης για την πολιτική η εδραίωση ενός συμπεριληπτικού πολιτικού σύμπαντος δεν μπορεί να εκληφθεί ως εμπλουτισμός της πολιτικής ζωής, αλλά αντίθετα κρίνεται ως τάση αποπολιτικοποίησης, η οποία γνωρίζει πολλαπλές εκφάνσεις όπως την ηθικοποίηση των πολιτικών διακυβευμάτων, την νομικοποίηση και την τεχνικοποίηση τους και εν τέλει την απο-ουσιαστικοποίηση της ίδιας της πολιτικής μέσα από την απροθυμία να αναγνωρισθεί η σημασία του κατεξοχήν δημόσιου πεδίου της κοινωνικής ζωής. Αμέσως μετά, θα μιλήσουμε για την σημασία της ανάδυσης των ΜΚΟ και θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε ένα εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο, με τη βοήθεια του οποίου να μπορέσουμε να σκεφτούμε τη δυναμική και την πολιτική λειτουργία τους ως κοινωνικό φαινόμενο. Η ανάγκη για μια νέα θεωρητική προσέγγιση προκύπτει από την διαπίστωση των πολλαπλών αδυναμιών των μέχρι τώρα κυρίαρχων ερμηνευτικών προοπτικών. Συγκεκριμένα, ο κανονιστικά προκατειλημμένος χαρακτήρας τους σε συνδυασμό με την μόνιμη αδιαφορία τους για τα μεγέθη της εξουσίας, της κυριαρχίας και της ετερονομίας μας οδηγούν στην αναζήτηση νέων θεωρητικών σχημάτων που δεν θα βαρύνονται με αυτές τις αδυναμίες. Η δική μας θεωρητική προοπτική αντλεί την έμπνευση της από την κριτική κοινωνική θεωρία και συγκεκριμένα από το ύστερο έργο του Μισέλ Φουκώ, το οποίο εστιάζεται στην μελέτη των εξουσιαστικών νοοτροπιών, δηλαδή της νοοτροπίας του κυβερνάν και τις θεσμικές και πρακτικές ενσαρκώσεις της. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή η ανάδυση των ΜΚΟ οφείλει να συσχετισθεί με την λειτουργία μιας διακριτής πολιτικής ορθολογικότητας η οποία εμπνέει και οργανώνει την νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας
στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας του κυβερνάν εντάσσει τις ΜΚΟ, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, στο εσωτερικό του εξουσιαστικού πλέγματος της διακυβέρνησης, γεγονός με κομβικές συνέπειες για τον πολιτικό ή μη χαρακτήρα τους.Έχοντας μετατοπίσει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τις ΜΚΟ θα προσεγγίσουμε το χώρο τους στην Ελλάδα, προσπαθώντας να εντοπίσουμε βασικές διαστάσεις και συγκεκριμένα γνωρίσματα του. Εδώ η αναφορά μας θα λάβει έναν περισσότερο εμπειρικό χαρακτήρα, καθώς θα διερευνήσει τα όσα προβλέπει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, την τάση δευτεροβάθμιας οργάνωσης των ΜΚΟ, αλλά και μια σειρά από ειδικότερα γνωρίσματα τους, τα οποία, αν και παραγνωρισμένα από τη βιβλιογραφία είναι καθοριστικά για την διαύγαση του ερευνητικού μας ερωτήματος. Φυσικά, η διερεύνηση αυτή διαθλάται συνεχώς μέσα από το θεωρητικό πρίσμα της νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας του κυβερνάν και του ιδιαίτερου τρόπου άσκησης της εξουσίας που αυτή υλοποιεί. Τέλος θα γίνει προσπάθεια μιας εκ του σύνεγγυς εμπειρικής προσέγγισης τριών ΜΚΟ, προκειμένου να διερευνηθεί το ερώτημα περί του πολιτικού ή μη χαρακτήρα τους. Η μέθοδος μας ακολουθεί την κατεύθυνση και τη λογική των ποιοτικών ερευνών, εστιάζοντας σε συνεντεύξεις-συζητήσεις με εκπροσώπους των υπό διερεύνηση οργανώσεων. Ακόμα, λαμβάνει υπόψη της υλικό των ίδιων των ΜΚΟ σε μια προσπάθεια να δοθεί βάρος, μεταξύ άλλων κρίσιμων στοιχείων, στα σχήματα της αυτοερμηνείας και της αυτοκατανόησης τους. Επιλογικά, θα διερευνήσουμε τους όρους της δυνατότητας μας να αξιώσουμε ευρύτερη εμβέλεια για την ισχύ των συμπερασμάτων μας. Ο πολιτικός ή μη χαρακτήρας της δράσης των ΜΚΟ οφείλει να λάβει υπόψη του την θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στην έννοια της πολιτικής και την έννοια του πολιτικού. Η εκ μέρους μας διαπίστωση της τάσης μιας ιδιαίτερης μορφής αποπολιτικοποίησης, η οποία λαμβάνει χώρα εκτός της ιδιωτικής σφαίρας και συνιστά αποτέλεσμα της επενέργειας των πολιτικών τεχνολογιών της νεοφιλελεύθερης νοοτροπίας του κυβερνάν, οφείλει να διερευνηθεί περαιτέρω βάσει των νέων δεδομένων που διαμορφώνει το, ακόμη ρευστό, πολιτικό τοπίο μιας ελληνικής κοινωνίας σε μετάβαση.



ΤΡΙΤΗ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013:

H 21η Απριλίου 1967 ως τομή: συνέχειες και ασυνέχειες στην κίνηση των (κινηματικών) ιδεών (Χρίστος Μάης)

Η ανάγκη μιας ανακοίνωσης για την κίνηση των ιδεών κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, 1967-1974, έρχεται περισσότερο ως ανάγκη λόγω στρεβλών αντιλήψεων οι οποίες επικρατούν στη δημόσια σφαίρα όσον αφορά την κίνηση των ιδεών τόσο κατά την επταετία αυτή όσο και κατά τις περιόδους που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν: η θεώρηση πως η προδικτατορική περίοδος υπήρξε περίοδος ελεύθερης διακίνησης ιδεών και (αστικής) δημοκρατίας εν γένει, ή ότι η περίοδος της δικτατορίας υπήρξε περίοδος όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα, και μόνο με την έλευση της μεταπολίτευσης επήλθε επαναφορά στην ομαλότητα με την επακόλουθη έκρηξη στην κίνηση των ιδεών (και των ιδεολογιών). Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Η περίοδος μέχρι την 21η Απριλίου, αρχής γενομένης από το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου το 1929 (προφανώς με διαλείμματα) υπήρξε περίοδος διώξεων για τις ιδέες που θεωρούνταν ανατρεπτικές. Όσον αφορά την εκδοτική δραστηριότητα, έχουμε απαγορεύσεις εντύπων, κατασχέσεις τίτλων, διώξεις (φυλακίσεις, εξορίες) συντελεστών του χώρου του βιβλίου, τόσο πριν, όσο κατά τη διάρκεια, αλλά και το τέλος της δικτατορίας. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρανοήσεις είναι αυτή που ταυτίζει τη δικτατορία με μια περίοδο διανοητικής νηνεμίας λόγω του κατασταλτικού και αντιδραστικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Στην πραγματικότητα η περίοδος της δικτατορίας, από το 1968 κι έπειτα και κυρίως μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας το Νοέμβρη του 1969 υπήρξε περίοδος έντονης εκδοτικής δραστηριότητας αλλά και άνθισης της πολιτισμικής δραστηριότητας εν γένει (βλ. Ίδρυση Ελεύθερου Θεάτρου). Αυτή η έντονη δραστηριότητα υπήρξε αντανάκλαση των έντονων αναζητήσεων αλλά και διεργασιών κυρίως στα πλαίσια της (σπουδάζουσας) νεολαίας. Στο παρόν κείμενο θα γίνει προσπαθεί ανίχνευσης των διεργασιών αυτών, το βαθμό στον οποίο αυτές συνομιλούν με τις αντίστοιχες προδικτατορικές αλλά και το πως (επι-)καθόρισαν την κίνηση των ιδεών αλλά και το πολιτικό πεδίο μεταδικτατορικά.




ΤΡΙΤΗ 14 ΜΑΪΟΥ 2013:

Η αναπαράσταση τoυ κινήματος των «Αγανακτισμένων» μέσα από τον έντυπο λόγο: η επικοινωνιακή διάσταση ενός πολιτικού γεγονότος (Δημήτρης Βαγιανός)

Η συλλογική δράση του κινήματος των «Αγανακτισμένων», δεν πορεύεται ως μια «μοναχική παράσταση», αλλά ως μια «διαδραστική εκστρατεία», κάνοντας αναφορά στο δίκτυο αντίδρασης που «εξαπλώνεται» σε όλο τον κόσμο. Μελετώντας τις συνισταμένες του κινήματος διακρίνουμε τα αρνητικά συλλογικά συναισθήματα (αίσθημα αδικίας, βιωμένη ανέχεια, διάψευση προσδοκιών κ.λπ.) που «όπλισαν» τα μέλη της συγκεκριμένης συλλογικής αντί-δρασης με σκοπό την αποσταθεροποίηση της πολιτικής τάξης μέσα όμως από τη δημιουργία μιας νέας προοπτικής, μιας άλλης διευθέτησης των κανόνων και των πρακτικών, όπου το μέγεθος της αγανάκτησης δύναται να μετατραπεί σε πολιτικό σχέδιο, αποτελώντας την απαρχή της επιχείρησης «απονομιμοποίηση» της εξουσίας. Η αμφισβήτηση – από την πλευρά των «Αγανακτισμένων» - της θεσμικής πολιτικής τάξης πραγμάτων, συνιστά την απαρχή μιας διάδρασης ανάμεσα σε δρώντες που κινούνται εκτός θεσμικού πλαισί
ου και δρώντες που κατέχουν αναγνωρισμένες θέσεις στο «πολιτικό σύστημα». Η αμφισβήτηση, οδηγεί στη διαμαρτυρία - η ανάδυση της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της πίστης από την πλευρά των ακτιβιστών ότι υπάρχει η δυνατότητα να επιτύχουν - αλλά και στην απότιση ευθυνών στο πολιτικό σύστημα. Η λειτουργία της επικοινωνίας τώρα μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο γίνεται αντιληπτή ως ένας διάλογος ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας μέσω της χρήσης ορθολογικών επιχειρημάτων. Ο λόγος βρίσκεται στο επίκεντρο από τη στιγμή που μέσω αυτού επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση (βασική λειτουργία της επικοινωνίας και «θεμελιώδης συνιστώσα της πολιτικής απόφασης») και ο κοινωνικός έλεγχος.Στην παρούσα εισήγηση, πρόκειται να προσεγγίσουμε εμπειρικά την επικοινωνιακή δράση που συνιστά τον κινητήριο μοχλό της πολιτικής, ως έκφραση συλλογικής δράσης με μελέτη περίπτωσης το κίνημα (ή τη διαμαρτυρία) των «Αγανακτισμένων». Με κύριο μεθοδολογικό εργαλείο την ανάλυση πρωτοσέλιδου (και πιο συγκεκριμένα την ανάλυση πρωτοσέλιδων της Ελευθεροτυπίας και της Καθημερινής σε μια περίοδο που εκτείνεται χρονικά από τις 25 Μαΐου έως τις 30 Ιουνίου του 2011) – και με «εργαλεία» α. την καταγραφή των κεντρικών τίτλων, υπέρτιτλων και υπότιτλων, β. τη θεματική ανάλυση των τίτλων και γ. τη σημειωτική ανάλυση των πρωτοσέλιδων της 30ης Ιουνίου - θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε και να ερμηνεύσουμε το διαμεσολαβημένο γεγονός που μελετάμε, από τον ημερήσιο τύπο, έχοντας πάντα υπόψη τις διαφορετικές πολιτικό-ιδεολογικό τοποθετήσεις του κάθε εντύπου που πρόκειται να προσεγγίσουμε  μεθοδολογικά και το ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η επικοινωνιακή πράξη.



ΤΡΙΤΗ 21 ΜΑΪΟΥ 2013:
Τέχνη και πολιτική δράση στην Αθήνα: αλληλεπίδραση εικόνας και λόγου (Μαρία Παπανικολάου)

To graffiti (ως όρος αλλά και αντικείμενο μελέτης) συνδέεται κατά κύριο λόγο με τη νεανική διαμαρτυρία, την ανυπόταχτη στάση ζωής και το αντικομφορμιστικό πνεύμα της αντιδραστικής νεολαίας, την hip-hop κουλτούρα και μουσική, τοstreet art, τις «απολιτίκ» μόδες και εφηβικά στιλ, κ. α. Το είδος αυτό επιτείχιας γραφής, σχεδιασμού και ζωγραφικής που κυριαρχεί και χαρακτηρίζει το μητροπολιτικό αστικό τοπίο σπάνια συσχετίζεται με την πολιτική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Μελετώντας, ωστόσο, την ιστορία του graffiti τόσο στη Νέα Υόρκη από όπου και ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '60, όσο και στην Ελλάδα διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα περίπλοκο φαινόμενο με ταξικό αρχικά χαρακτήρα. Η μελέτη του κατέστη ιδιαίτερα απαραίτητη στο πρώτο στάδιο έρευνας της διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Τέχνη και Πολιτική Δράση στη Μεταπολιτευτική Αθήνα - Εικαστικές Πρακτικές στον Δημόσιο Χώρο», η οποία εκπονείται στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι κυριότεροι λόγοι για την αναγκαιότητα αυτής της μελέτης είναι πρώτον το γεγονός ότι το graffitiσυναντάται πολύ περισσότερο από κάθε άλλο είδος γραφής στον δημόσιο χώρο, και δεύτερον η παρατήρηση ότι η Αθήνα φιλοξενεί ένα ιδιαίτερο κράμα πολιτικά στρατευμένης τοιχογραφίας καιgraffiti το οποίο συνδέεται άμεσα με τα νέα κοινωνικά κινήματα. Το είδος αυτό εμφανίζεται μετά το 2000, εξελίσσεται δυναμικά μετά το 2003 και καταγράφεται για πρώτη φορά το 2008. Διακρίνεται για τον αναπαραστατικό του χαρακτήρα, σε αντίστιξη με τη πλειοψηφία του παράνομου graffitiστην Αθήνα, το οποίο εμπλέκει περισσότερο γραφιστικές/τυπογραφικές τεχνικές. Η εν λόγω μελέτη επιδιώκει να ερευνήσει τη συμβολή των πολιτικών συνθημάτων (ενός φαινομένου με πλούσια παράδοση στην Αθήνα) στην εμφάνιση του πολιτικού graffiti και να εξετάσει κατά ποσό και σε ποια χρονικά σημεία οι καταρχήν διαφορετικές αυτές σε κίνητρο γραφές στο δημόσιο χώρο άρχισαν συγκλίνουν.



ΤΡΙΤΗ 4 ΙΟΥΝΟΥ 2013:

Το πολιτικό πλαίσιο της πρώτης δεκαετίας του 2000 στην Ελλάδα: ρήξεις και ασυνέχειες διαντίδρασης με τα κοινωνικά κινήματα (Βασίλης Ρόγγας)

Απόπειρα περιληπτικής παρουσίασης του θεσμικού περιβάλλοντος της μακράς δεκαετίας του 2000 στην Ελλάδα. Οι κινηματικοί κόμβοι της περιόδου δε μπορούν να εξηγηθούν αν δεν δούμε την πορεία και τις αλλαγές του και κομματικού συστήματος, τις εκλογικές αναμετρήσεις, τις πολιτικές διαφοροποιήσεις από τις αρχές έως το τέλος της δεκαετίας. Η ανάλυση προοπτικά μελετά τις ροές κρίσιμων για την κινητοποίηση πόρων από ισχυρούς κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Εύλογο είναι πως θα τεθούν ερωτήματα για το αν και κατά πόσο προκύπτει θετική δομή πολιτικών ευκαιριών ή αν ο τρόπος αντιμετώπισης των κινημάτων από την πολιτεία ενίσχυσε ή κατεύνασε τις κινητοποιήσεις. Άλλωστε «τα κινήματα [...] για να ερμηνευτούν επαρκώς , απαιτείται συνυπολογισμός πλειάδας κοινωνικοοικονομικών παραγόντων». Η ανάλυση θα επικεντρωθεί στη διάσταση της παραγωγής και υλοποίησης πολιτικής από τους θεσμικούς δρώντες έτσι ώστε να υπάρχουν οι σημαντικές όψεις της μεγάλης εικόνας για τη δεκαετία. Η παρουσίαση είναι μια επιγραμματική αναφορά ενός κεφαλαίου της διδακτορικής διατριβής μου, που αφορά το οργανωτικό φαινόμενο των κινημάτων τη δεκαετία του 2000.


ΤΡΙΤΗ 11 ΙΟΥΝΟΥ 2013:

Από τον Γκάντι στον Ράσελ: η θεωρία των μη βίαιων μορφών δράσης και η τρέχουσα συγκυρία (Φ. Τσούμπος)

Η εισήγηση αυτή επιχειρεί να ερμηνεύσει την άνοδο (;) των μη βίαιων μορφών συλλογικής δράσεις τα τελευταία χρόνια, γεγονός που καλλιεργεί κινηματικές διαστάσεις, αλλά και το αν και κατά πόσο μπορεί οι συγκεκριμένες δράσεις να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές. Σε πρώτη ανάγνωση, το είδος αυτών των δράσεων σπάνια σχετίζεται με στοχευμένη πολιτική δράση. Αφού κάποιες είναι απλώς δράσεις μη βίας, ενώ κάποιες άλλες φλερτάρουν ακόμα και με τα όρια της πολιτικής ανυπακοής. Παράλληλα, θα γίνει προσπάθεια, να αναλυθεί η ιστορία των δράσεων αυτών, που στο ξεκίνημά τους περιγράφονταν απλά ως μη-βία (κάτι που προσεγγίζει περισσότερο στην παθητική αντίσταση). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα γίνει προσπάθεια να πιάσουμε το νήμα της μη βίας, από των αγώνα του Γκάντι για την ανεξαρτησία της Ινδίας, στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 (civil rights movement, κίνημα ειρήνης) και από εκεί στις σύγχρονες εκδηλώσεις τους (Clown Army activism), που πλέον αναφέρονται και περιγράφονται ως μη βίαιες δράσεις (όρος που κατά το νGene Sharp περιγράφει καλύτερα το ρεπερτόριο των δράσεων αυτών).Οι μορφές διαμαρτυρίας έχουν κατά βάση εργαλειακό χαρακτήρα, γίνονται δηλαδή με κάποιο στόχο, κάποιο σκοπό. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο, τα συνήθη μέσα δράσης είναι αποτελεσματικά και άρα κατάλληλα ή απλά έχουμε συνηθίσει να εκδηλώνουμε την αντίδρασή μας- αντίθεσή μας, με συγκεκριμένο τρόπο. Στη συνέχεια τίθεται ένα ακόμη ερώτημα: ποια τα χαρακτηριστικά του μη βίαιου; Ερμηνευτικά, θα μπορούσε κάποιος καταλήγει σε μια σειρά από επεξηγήσεις: Ο πολιτικά απαθής μη βίαιος· ο πεπεισμένος (ενδεχομένως δε και μέσω της κρατικής προπαγάνδας) ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει όσο και αν προσπαθούν τα συλλογικά υποκείμενα. Από την άλλη, ο ενεργά και συνειδητά μη βίαιος, μπορεί να εφαρμόσει δράσεις που ενδεχομένως να επιφέρουν αποτελέσματα. Φυσικά, υφίσταται μια ολόκληρη θεωρία περί μη βίαιων συλλογικών δράσεων οι εμπνευστές των οποίων έδειξαν (;) πως ο αγώνας τους και ο τρόπος σκέψης τους είχαν αντίκτυπο στις κοινωνικές διεκδικήσεις. Γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος μας υπενθυμίζουν την αναγκαιότητα του κοινωνικού ακτιβισμού, όχι μόνο σε χώρες που αντιμετώπιζαν ή αντιμετωπίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και σε χώρες του θεωρητικά αναπτυγμένου κόσμου, που μπορεί να μην αντιμετωπίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά βία από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: βία ή μη βία; (Περισσότερα)



ΤΡΙΤΗ 24 ΙΟΥΝΟΥ 2013:

Ακτιβισμός διανοουμένων και πάλη κατά του νεοφιλελευθερισμού στο FondationCopernic, 1998-2013» (Κ.Κωστόπουλος)

Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει εδώ αφορά στο αν βρισκόμαστε, εδώ και μερικές δεκαετίες, μπροστά στην ανάδυση ενός νέου τύπου, με την βεμπεριανή έννοια του όρου, κινηματικού διανοουμένου. Αν δηλαδή μετά τον «οργανικό, ολοκληρωτικό διανοούμενο» που αποτέλεσε κυρίαρχη μορφή μέχρι τη δεκαετία του ’70, τον «ειδικό διανοούμενο» που θεωρητικοποίησε οFoucault και εμφανίστηκε στη δημόσια σφαίρα από τη δεκαετία του ’70 και ύστερα, αναδύεται η μορφή του διανοούμενου που οPierre Bourdieu καλούσε στη δημιουργία του στα μέσα στης δεκαετίας του ‘90: τον «συλλογικό, αυτόνομο διανοούμενο». Στο πλαίσιο αυτό θα επιχειρηθεί η ανάλυση μιας από το σύνολο των οργανώσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 στη γαλλική κοινωνία από διανοούμενους, τοFondation Copernic. Με δεδομένο ότι μία από τις ουσιώδεις διαφορές αυτών των τριών τύπων διανοουμένων είναι η ποιότητα της στράτευσής τους και ότι η ανάλυση εστιάζει σε ένα από τα υποκείμενα της συλλογικής δράσης, υποχρεωνόμαστε να αφήσουμε για λίγο στην άκρη τα εργαλεία της συγκρουσιακής πολιτικής και να στραφούμε σε μια πιο μικρο-κοινωνιολογική προσέγγιση. Για τον σκοπό αυτό, θα προκριθεί η ερευνητική πρόταση του Olivier Filleuleκαι ορισμένων άλλων Γάλλων ερευνητών. Εστιάζοντας στους κοινωνικούς δρώντες και δανειζόμενη έννοιες από τη σχολή της συμβολικής διαντίδρασης («διαδρομή», «καριέρα»), η πρόταση αυτή εισάγει τη διάσταση του χρόνου και προτρέπει προς μια «διαδικαστική προσέγγιση» της ατομικής συμμετοχής και παύσης. Η συμμετοχή θεωρείται μια συγκεκριμένη κοινωνική, μεταξύ άλλων, δραστηριότητα, με φάσεις στρατολόγησης και στιγμές εγκατάλειψης. Έτσι, με τη χρήση της βιογραφικής αφήγησης, οι ερευνητές αυτοί αναδεικνύουν τον πολύπλοκο και δυναμικό χαρακτήρα της εισόδου σε μια οργάνωση, της έντασης και της διάρκειας της συμμετοχής καθώς και της παύσης της συμμετοχής. Δίπλα στις στενές πολιτικές ερμηνείες, στοιχεία όπως πρωτογενής και δευτερογενής κοινωνικοποίηση, πολλαπλότητα κοινωνικών χώρων εγγραφής, κοινωνικοί ρόλοι, ταυτότητες, βιογραφικές ρήξεις, θεσμοποιημένες αλλαγές, ακτιβιστική εξουθένωση, χαρακτηριστικά οργάνωσης, υλικές, συναισθηματικές και συμβολικές ανταμοιβές, «οργανωτική προσφορά»,turnoverκαι καταστολή, γίνονται κεντρικές παράμετροι και εμπλουτίζουν την ανάλυση. Ο ερευνητικός αυτός προσανατολισμός συμπληρώνεται, τέλος, από την απαραίτητη ανάλυση του ευρύτερου πλαισίου (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό) εντός των οποίων εγγράφεται η συμμετοχή ή η παύση της.